παιδεραστίας

παιδεραστίας
παιδεραστίᾱς , παιδεραστία
love of boys
fem acc pl
παιδεραστίᾱς , παιδεραστία
love of boys
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλόπαις — αιδος, ο, η, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά του 2. (γενικά) αυτός που αγαπά τα παιδιά αρχ. 1. (για άνδρα) παιδεραστής («ποτέρους ἀμείνονας ἡ γῇ, τοὺς φιλόπαιδας ἤ τοὺς γυναίοις ἀσμενίζοντας», Λουκιαν.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • Πειθίνιος — Αθηναίος αγγειογράφος του 6ου αι. π.Χ. Έγινε γνωστός από μια ενυπόγραφη ερυθρόμορφη κύλικα που ανακαλύφθηκε στο Βούλτσι της Ιταλίας και βρίσκεται στο Μουσείο του Βερολίνου. Έχει ύψος 0,13 μ. και διάμετρο 0,34 μ. και στην εξωτερική της επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”